δαχτυλάκι

δαχτυλάκι
το
μικρό ή λεπτό δάχτυλο: Δεν κούνησε ούτε το δαχτυλάκι του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δαχτυλάκι — το 1. μικρό ή μικροκαμωμένο δάχτυλο 2. το ακραίο προς τα έξω δάχτυλο τών χεριών ή τών ποδιών 3. φρ. α) «δεν κούνησε ούτε το δαχτυλάκι του» δεν έκανε ούτε την παραμικρή ενέργεια, δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου β) «το δαχτυλάκι του να κουνήσει είναι… …   Dictionary of Greek

  • δακτυλάκι — το βλ. δαχτυλάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”